- ἅμματος
- ἅμμαanything tiedneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ποτιπίαμμα — άμματος, τὸ, Α το λίπος που παρέμενε στον βωμό μετά από τη θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + πίαμμα (< * πίανμα < πιαίνω), αντί τού πίασμα (πρβλ. ύφαμμα: ύφασμα)] … Dictionary of Greek
πρόσαμμα — άμματος, τὸ, Α [προσάπτω] πρόσθετος επίδεσμος … Dictionary of Greek
συγκάθαμμα — άμματος, τὸ, Μ [συγκασυγκάθαμμα θάπτω] δεσμός … Dictionary of Greek
σύγκαμμα — ἀμματος, τὸ, Α [συγκάμπτω] (κατά τον Ησύχ.) λύγισμα … Dictionary of Greek
υπόγραμμα — άμματος, τὸ, Α [ὑπογράφω] 1. επιγραφή σε βάση στήλης 2. μελανή χρωστική ουσία για το βάψιμο τού δέρματος κάτω από τα βλέφαρα … Dictionary of Greek
συγγραμμάτιον — τὸ, Α [σύγγραμμα, άμματος] υποκορ. τού σύγγραμμα … Dictionary of Greek
συγγραμματοφύλαξ — ακος, ὁ, Α βιβλιοθηκάριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύγγραμμα, άμματος + φύλαξ πρβλ. χρηματο φύλαξ)] … Dictionary of Greek
συναμματίζω — Α [σύναμμα, άμματος] συνδέω, δένω μαζί … Dictionary of Greek